-
1 οια...
οἷα...οἷον, οἷαadv.1) как бы, словноοἷ. ἐερσήεις Hom. — словно омытый росой
2) так как, в виду того, что3) около, примерно(οἷ. δέκα σταδίους Thuc.)
4) когдаοἷ. δέ εὐωχίας οὔσης Plat. — во время пиршества
-
2 οιον
I.adv. только, лишь Hes.οἶ. μή Aesch. — только бы не
II.οἷον, οἷαadv.1) как бы, словноοἷ. ἐερσήεις Hom. — словно омытый росой
2) так как, в виду того, что3) около, примерно(οἷ. δέκα σταδίους Thuc.)
4) когдаοἷ. δέ εὐωχίας οὔσης Plat. — во время пиршества
См. также в других словарях:
οίος — (I) οἶος, οἴα, ον, επικ. τ. θηλ. οἴη, κυπρ. τ. οἶFος (Α) 1. μόνος, χωρίς συνοδεία, ολομόναχος («ὅν ῥα συβώτης αὐτὸς κτήσατο οἶος ἀποιχομένοιο ἄνακτος, νόσφιν δεσποίνης», Ομ. Οδ.) 2. μοναδικός στο είδος του, εξαίρετος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) οἶον… … Dictionary of Greek